προρρήγνυμαι

προρρήγνυμαι
Α [ῥήγνυμι]
σπάω από πριν ή σπάω προς τα εμπρός.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • πρόρρηγμα — ήγματος, τὸ, Α [προρρήγνυμαι] ο υμένας που περικλείει το έμβρυο στην κοιλιά τής μητέρας του …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”